αρχαϊσμός

αρχαϊσμός
Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία χρησιμοποιούνται. (Γλωσσ.) Με τον όρο α. στη γλωσσολογία νοείται ο αρχαϊκός χαρακτήρας μιας γλώσσας· η ύπαρξη δηλαδή σε αυτή μεγάλου αριθμού γραμματικών στοιχείων και συντάξεων που ανήκουν σε προγενέστερη φάση της. Ο αρχαϊκός χαρακτήρας μιας γλώσσας δεν εξαρτάται από τη χρονολογική της τοποθέτηση. Μια γλώσσα δηλαδή νεότερη χρονολογικά μπορεί να χαρακτηριστεί αρχαϊκότερη σε σύγκριση με μια άλλη χρονολογικά παλαιότερη, εφόσον η δομή της πλησιάζει περισσότερο προς την πρωταρχική μορφή της μητέρας γλώσσας από την οποία προήλθαν και οι δύο. Έτσι π.χ. η λιθουανική είναι αρχαϊκότερη της λατινικής, μολονότι η λατινική άκμασε αρκετούς αιώνες προ Χριστού, ενώ η λιθουανική μόλις από τον 16o αι. μ.Χ., γιατί η δομή της λιθουανικής πλησιάζει περισσότερο απ’ όσο της λατινικής προς τη δομή της αρχαιότατης ινδοευρωπαϊκής μητέρας γλώσσας. (Λογ.) Ως όρος της υφολογίας o α. σημαίνει την ηθελημένη χρήση λέξεων, συντάξεων και γενικά εκφραστικών μέσων παλαιωμένων και άχρηστων, με σκοπό τη δημιουργία ύφους. Πράγματι, η έντεχνη χρήση α. κάνει το ύφος άλλοτε ζωντανό και τερπνό, άλλοτε επιτηδευμένο και επίσημο. Έτσι για παράδειγμα όταν o Παπαδιαμάντης μιλά για «απορρώγας» και «αλιπλήκτους» βράχους, για «αιπόλους» και «αίγας», αρχαΐζει βέβαια ηθελημένα, αλλά συνδυάζοντας τους α. αυτούς με τοπικούς ιδιωματισμούς δημιουργεί το ανεπανάληπτο προσωπικό του ύφος. (Τέχν.) Ο α. ως συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στην τέχνη γενικότερα είναι φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η αιτιολογία του ποικίλλει (θρησκευτικός συντηρητισμός, το κύρος και η γοητεία που ασκεί το καθιερωμένο, η υπεροχή των αισθητικών μορφών του παρελθόντος σε συνδυασμό με την έλλειψη πρωτότυπης και πηγαίας καλλιτεχνικής έμπνευσης).
* * *
ο (Α ἀρχαϊσμός) [αρχαΐζω]
1. η μίμηση των αρχαίων, το ύφος το αρχαΐζον
2. η απαρχαιωμένη φράση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀρχαισμός — old world charm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαϊσμός — ο μίμηση των αρχαίων τρόπων, ειδικότερα της αρχαίας γλώσσας: Ο αρχαϊσμός σήμερα δεν έχει πια πέραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχαισμοῦ — ἀρχαισμός old world charm masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαισμῷ — ἀρχαισμός old world charm masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαισμόν — ἀρχαισμός old world charm masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcaísmo — (Del gr. arkhaismos.) ► sustantivo masculino 1 LINGÜÍSTICA Expresión o construcción anticuada: ■ el personaje utilizaba frecuentes arcaísmos. 2 LINGÜÍSTICA Empleo de palabras y expresiones arcaicas o anticuadas. 3 Imitación de lo antiguo. 4… …   Enciclopedia Universal

  • FAXO — Comica locuio: a Virg. Heroicae Poesi illata, Aen. l. 9. v. 154. Haud sibi cum Danais rem faxo, aut pube Pelasgâ Esse putet, decimum quos distulit Hector in annum. Et eius imitatione a Val. Flacco Argon. l. 7. v. 177. iam soedera faxo Aesonii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρχαΐζω — (Α ἀρχαΐζω) νεοελλ. μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες αρχ. 1. μιμούμαι τους αρχαίους 2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος. ΠΑΡ. αρχαϊσμός νεοελλ. αρχαϊστής] …   Dictionary of Greek

  • ατεράμων — ἀτεράμων, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για όσπρια) κακόβραστος, δυσκολόβραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αττικός αρχαϊσμός, παράλληλος σημασιολογικά προς το ατέραμνος *] …   Dictionary of Greek

  • δασκαλισμός — ο 1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο 2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”